- ὀξυτόμος
- ὀξῠτόμος1 sharp-cutting ὀξυτόμῳ πελέκει (ὀξυτάτῳ v. l.) P. 4.263
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οξυτόμος — ὀξυτόμος, ον (Α) κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
ὀξυτόμον — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem acc sg ὀξυτόμος sharp cutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτόμοις — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτόμοισιν — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτόμου — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτόμων — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτόμῳ — ὀξυτόμος sharp cutting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek